διᾴττοντας

διᾴττοντας
διαίσσω
rush
pres part act masc acc pl (attic)
διαίσσω
rush
pres part act masc acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διάττοντας — διαίσσω rush pres part act masc acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PHANTASIAE — propie sunt τῆς μανίας, furoris. Theophrastus de strychno, Δέδοται δε αὐτῆς ἐὰν μὲν οὕτως ὥςτε παίζειν, καὶ δοκεῖν ἑαυτῷ κάλλιςτον εἶναι, δραχμὴ ςταθμῷ. Ε᾿ὰν δε μᾶλλον μαίνεςθαι, καὶ φαντασιας τινὰς φαίνεςθαι, δύο δραχμαί. Si quis velit facere,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βολίδα — η (AM βολίς) 1. κάθε τι που εκτοξεύεται, που εκσφενδονίζεται 2. κωνικό βαρίδι με το οποίο μετρούν το βάθος της θάλασσας μέχρι 50 μέτρα μσν. νεοελλ. σφαίρα, βόλι νεοελλ. 1. φωτεινό ουράνιο σώμα που διαγράφει τροχιά, διάττοντας αστέρας 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε …   Dictionary of Greek

  • μετεωροειδές — το αστρον. το μετέωρο, αλλ. διάττοντας αστέρας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”